- σωτήριος
- -α, -ο / σωτήριος, -ία, -ον, ΝΜΑ, και θεσσαλ. τ. σουτείριος Α [σωτήρ, -ῆρος]1. αυτός που σώζει, που απαλλάσσει από δυσχερή κατάσταση, κίνδυνο, καταστροφή (α. «σωτήρια η παρέμβαση τών γιατρών» β. «καλοῡμεν αὐγὰς ἡλίου σωτηρίους», Αισχύλ.)2. αυτός που φέρνει τη σωτηρία (α. «τα σωτήρια διδάγματα τού Ευαγγελίου» β. «σωτήριον σημεῑον», Ευσ.γ. «σωτήριος, εἰ καὶ πικρὸς ὁ φόβος», Κλήμ. Αλ.δ. «μίαν πονήσας ἡμέραν ἡμῶν ὕπερ σωτήριος στάς», Ευρ.)νεοελλ.φρ. «σωτήριον έτος» — λέγεται για καθένα από τα έτη που αριθμούνται από τη γέννηση τού Χριστού και εξῆςμσν.-αρχ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Χριστό (α. «τοῡ σωτηρίου πάθους», Ωριγ.β. «τὸν σωτήριον τάφον», Θεοδ.)2. εκείνος που συντηρεί, που διατηρεί κάτι (α. «τὸ ἀσθενὲς τῆς μνήμης τῆς ἐμῆς ἐπικουφίζων, κεφαλαίων συστηματικήν ἔκθεσιν μνήμης ὑπόμνημα σωτήριον πορίζων ἐμαυτῷ», Κλήμ. Αλ.β. «ἐλπίς σπέρματος σωτηρίου», Αισχύλ.)3. ο θεραπευτικός4. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ σωτήριονη σωτηρία, η λύτρωση («ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτηριόν σου», ΚΔ)αρχ.1. (για συμπτώματα ασθενείας) αυτός που προμηνύει βελτίωση, ανάρρωση («ὀλιγοχρόνιον τε καὶ σωτήριον δηλοῑ τὸ νόσημα», Γαλ.)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σωτήριαα) η σωτηρία, η διάσωσηβ) ευχαριστήρια θυσία ή σειρά θυσιών σε θεό μετά από διάσωση ή για την αποτροπή ενδεχόμενης κρίσιμης περίστασηςγ) τελετή στους Δελφούς για την ανάμνηση τής αποχώρησης τών Γαλατώνδ) η αμοιβή γιατρούε) δημόσια αποχωρητήρια στη Σμύρνη3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Σωτήριοςονομασία μήνα.επίρρ...σωτηρίως ΜΑ1. με τρόπο που οδηγεί στη σωτηρία2. με τρόπο που επιδέχεται θεραπείααρχ.φρ. «σωτηρίως ἔχω» — έχω τάση προς ανάρρωση (Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.